μαλάθρακας

μαλάθρακας
ο και μαλαθράκι, το μορφή δερματικής ασθένειας, ο άνθρακας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μαλάθρακας — ο είδος εξανθήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. μεγεθ. τού μαλαθράκι* κατ επίδραση τού άνθρακας)] …   Dictionary of Greek

  • μαλαθράκι — το είδος εξανθήματος, ο μαλάθρακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. διαλ. μαλανθράκη < αρχ. *μελανθράκη (< μέλας + ἄνθραξ), με προληπτική αφομοίωση τού ε σε α και με αλλαγή γένους, πιθ. κατ επίδραση ονομασιών άλλων εξανθημάτων ουδ. γένους (πρβλ. σπυρί)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”